πόθος

πόθος
ο
1. έντονη επιθυμία, λαχτάρα: Ο πόθος να γυρίσω στην πατρίδα μ' έτρωγε τα σωθικά.
2. σφοδρός έρωτας: Ο πόθος για την κοπελιά τον τρέλανε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πόθος — longing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθος — longing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • Πόθω — Πόθος longing masc nom/voc/acc dual Πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθω — πόθος longing masc nom/voc/acc dual πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόθε — Πόθος longing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθε — πόθος longing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόθοι — Πόθος longing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθοι — πόθος longing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόθοιο — Πόθος longing masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”